- Ελευσίνα
- Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο πεδίο). Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας δυτικής Αττικής. Η Ε. είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, με εργοστάσια τσιμέντων, χαλυβουργίας, χρωματουργίας, οινοπνευματοποιίας, επεξεργασίας ρητίνης, σμύριδας, ελαιουργίας, σαπωνοποιίας, πτηνοτροφίας κ.ά. Παράλληλα, έχει εξελιχθεί σε βοηθητικό λιμάνι του Πειραιά με έντονη κίνηση, ενώ αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου προς την Πελοπόννησο, την κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα. Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού βιομηχανιών στην ευρύτερη περιοχή της Ε. έχει δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα ρύπανσης, το οποίο επιβαρύνει τη ζωή των κατοίκων αλλά και τα αρχαία ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί εκεί.
Ιστορία. Η Ε. ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα για το ιερό της Δήμητρας και για τα μυστήρια που τελούνταν εκεί, ενώ και σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς τόπους της χώρας για τα ερείπια του ιερού της, που διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
Η διατήρηση των ερειπίων αυτών, που καλύπτουν όλες τις περιόδους της μακράς ιστορίας του ιερού, οφείλεται αφενός στον σεβασμό που έτρεφαν οι Ελευσίνιοι στα παλαιότερα λείψανα, αλλά κυρίως στη διαμόρφωση του εδάφους: η μεγάλη κλίση του λόφου προς τα Α επέβαλε, κάθε φορά που επεκτεινόταν το ιερό, να δημιουργείται επίπεδος χώρος και να χτίζονται ψηλοί αναλημματικοί τοίχοι, που συγκρατούσαν τα επιχώματα μέσα στα οποία διασώθηκαν τα παλαιότερα λείψανα.
Οι πρώτες ανασκαφές για την αποκάλυψη του ιερού έγιναν το 1812 από την αγγλική εταιρεία των Dilettanti και ακολούθησαν, έπειτα από πενήντα χρόνια, οι εργασίες του Γάλλου αρχαιολόγου Λενορμάν. Ωστόσο, και οι δύο προσπάθειες δεν είχαν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, γιατί ολόκληρος ο αρχαιολογικός χώρος είχε καλυφθεί από τον οικισμό της νέας Ε. Η πλήρης αποκάλυψη του ιερού ήταν έργο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία, αφού απαλλοτρίωσε όλα τα σπίτια και αποζημίωσε τους ιδιοκτήτες τους, ξεκίνησε εκτεταμένες ανασκαφές το 1882. Οι ανασκαφές αυτές εντόπισαν, εκτός από το ιερό, και μεγάλη έκταση γύρω από αυτό, από την οποία ήρθαν στο φως πλήθος κινητά ευρήματα, αγγεία, γλυπτά σχετικά με τη λατρεία και πολυάριθμες επιγραφές με σπουδαιότατες πληροφορίες για το ιερό. Χωρίς τις πληροφορίες αυτών των επιγραφών δεν θα ήταν δυνατή η εξακρίβωση της τοπογραφίας και η ταύτιση των διαφόρων οικοδομημάτων του τεμένους, καθώς τα στοιχεία που παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς είναι ελάχιστα και πολλές φορές συγκεχυμένα, αφού η ποινή για όποιον αποκάλυπτε οτιδήποτε σχετικό με το ιερό και τα μυστήρια ήταν θάνατος. Η αυστηρή αυτή απαγόρευση φαίνεται πως εμπόδισε και τον Παυσανία, όπως άλλωστε σημειώνει και ο ίδιος, να περιγράψει το ελευσινιακό ιερό.
Κατά τους προϊστορικούς χρόνους, η Ε. αποτελούσε ξεχωριστό βασίλειο που δέσποζε στη μεγάλη εύφορη πεδιάδα, το Θριάσιο πεδίο των αρχαίων, η οποία περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές της από ψηλά βουνά –το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Κιθαιρώνα– και μόνο στα Ν ήταν ανοιχτή προς τη θάλασσα. Ωστόσο, και το ανατολικό άκρο αυτής της πλευράς ήταν αποκλεισμένο από τη θάλασσα, λόγω μιας μακριάς σειράς λόφων, που εκτεινόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ. Από τη σειρά αυτή ξεχώριζαν δύο ψηλότεροι λόφοι, ο ένας στο ανατολικό άκρο με ομαλότερη και πλατύτερη κορυφή και ο άλλος στο δυτικό, πιο απότομος και με μικρή επίπεδη επιφάνεια στην κορυφή. Στον δεύτερο αυτό λόφο, που σήμερα έχει εξαφανιστεί εντελώς από την καταστρεπτική λατόμηση, δεν βρέθηκαν ίχνη κατοίκησης παλαιότατων χρόνων, αλλά μόνο λείψανα ενός μικρού φρουρίου των ελληνιστικών χρόνων και σημαντικό ιερό του Πάνα και των Νυμφών. Μέσα σε ένα σπηλαιώδες χάσμα ανακαλύφθηκε ο αποθέτης αυτού του ιερού, με πολλά αγγεία και ειδώλια που χρονολογούνται από τον 5o αι. π.Χ. έως τον 5o αι. μ.Χ. Η μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στην Ε. χρονολογείται πιθανότατα στους μεσοελλαδικούς χρόνους, γύρω στο 2000 π.Χ., στον ανατολικό λόφο, όπως μαρτυρούν τα ερείπια εκτεταμένου οικισμού, που καταλάμβανε ολόκληρη την ανατολική και μέρη της νότιας και της βόρειας πλευράς του λόφου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε για την προέλευση ούτε για τον ακριβή χρόνο της παλαιότερης εγκατάστασης κατοίκων· το νεολιθικό κυκλαδικό ειδώλιο του μουσείου της Ε. δεν προέρχεται από την Ε., αλλά από τις ανασκαφές που διενήργησε ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας στην Αμοργό, όπως ρητά ανέφερε ο ίδιος. Εξάλλου, παρότι τα ελάχιστα πρωτοελλαδικά όστρακα που βρέθηκαν στην επιφάνεια του λόφου αποτελούν ενδείξεις ύπαρξης ζωής, από τότε μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί ερείπια κτισμάτων που να αποδεικνύουν την ύπαρξη οικισμού. Κατά τους υστεροελλαδικούς χρόνους, και ιδίως κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, η Ε. αναδείχθηκε σε ισχυρότατη δύναμη και, χάρη στην εξαιρετική στρατηγική της θέση, έγινε ο κυριότερος αντίπαλος της Αθήνας. Από την εποχή αυτή φαίνεται πως η κορυφή του λόφου ήταν οχυρωμένη με ισχυρό και ψηλό περίβολο, μέσα στον οποίο ήταν χτισμένα τα ανάκτορα του Κελεού, στη βορειοδυτική βραχώδη προεξοχή πάνω από το σπήλαιο του Πλούτωνα, σε θέση που δέσποζε σε ολόκληρη την πεδιάδα. Χαμηλά, προς τα B, κάτω από τα ανάκτορα και την πόλη, κοντά στη θέση όπου κατά τους ιστορικούς χρόνους βρισκόταν η κύρια είσοδος του ιερού, υπήρχε το μοναδικό πηγάδι με πόσιμο νερό, που γι’ αυτό το θεωρούσαν ιερό. Γύρω από αυτό τα κορίτσια της Ε. έστηναν χορούς, από τους οποίους το πηγάδι ονομάστηκε Καλλίχορον φρέαρ.
Η παράδοση σχετικά με τις απαρχές και την καθιέρωση της λατρείας της Δήμητρας στην Ε. κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους διασώθηκε στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα, ποίημα που, όπως γενικά πιστεύεται, γράφτηκε γύρω στο 600 π.Χ., αλλά χωρίς αμφιβολία πρόκειται για παλαιότατο, εγκωμιαστικό ποίημα της Δήμητρας, που απαγγελλόταν στη διάρκεια της γιορτής των μυστηρίων. Στον ύμνο αναφέρεται ότι η θεά, επειδή είχε οργιστεί που ο Πλούτων, ο θεός του Άδη, άρπαξε την κόρη της Περσεφόνη με τη συγκατάθεση του Δία, έφυγε από τον Όλυμπο, περιπλανήθηκε αναζητώντας την μάταια για εννέα ημέρες και νύχτες και τελικά έφτασε στην Ε., μεταμορφωμένη σε γριά. Εκεί, κουρασμένη και λυπημένη, κάθισε κοντά στο Καλλίχορον φρέαρ, όπου τη συνάντησαν οι κόρες του βασιλιά Κελεού, την πήραν στα ανάκτορα και την περιποιήθηκαν. Η θεά, ικανοποιημένη από την καλή υποδοχή και τη φιλοξενία, ανέλαβε να αναθρέψει τον μικρό Δημοφώντα, γιο του βασιλιά, και θέλησε να τον κάνει αθάνατο· γι’ αυτό, την ημέρα τον έχριε με τη θεϊκή αμβροσία και τη νύχτα τον σκέπαζε με φωτιά. Η βασίλισσα Μετάνειρα, κατάπληκτη από την υπερφυσική ανάπτυξη του παιδιού της, παραφύλαξε μια νύχτα και, όταν είδε τη Δήμητρα να βάζει τον γιο της στη φωτιά, φοβήθηκε και έβαλε τις φωνές. Η Δήμητρα, εξοργισμένη από τις κραυγές και τους θρήνους της βασίλισσας, εγκατέλειψε αμέσως τη βασιλική κατοικία, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το έργο της. Δεν ξέχασε, όμως, τους κατοίκους και τους άρχοντες της Ε., που την είχαν φιλοξενήσει τόσο πρόθυμα. Φανέρωσε την ταυτότητά της και τους ζήτησε να χτίσουν ναό και βωμό προς τιμήν της, κάτω από την πόλη κοντά στο τείχος, στο ύψωμα πάνω από το Καλλίχορον φρέαρ· συγχρόνως τους δίδαξε τη λατρεία της και τους εμπιστεύτηκε τη θρησκεία των μυστηρίων, αξιώνοντας συνάμα αυστηρότατη μυστικότητα. Για την εισαγωγή της λατρείας της Δήμητρας στην Ε. υπάρχουν και άλλοι μύθοι με ορισμένες παραλλαγές. Ωστόσο, η πιο διαδεδομένη και αποδεκτή ήταν αυτή που αναφέρεται στον Ομηρικό Ύμνο, στον οποίο καθορίζεται και η θέση όπου χτίστηκε ο ναός, η οποία ανταποκρίνεται απόλυτα στην τοπογραφία του ιερού, «...άγε μοι νηόν τε μέγαν και βωμόν υπ’ αυτώ, τευχόντων πας δήμος υπαί πόλιν αιπύ τε τείχος, Καλλιχόρου καθύπερθεν, επί προύχοντι κολωνώ». Πράγματι, ο «προύχων κολωνός», στον οποίο χτίστηκε ο ναός, ταυτίζεται με το ψηλό φυσικό άνδηρο που βρισκόταν κάτω από την πόλη και πάνω από το Καλλίχορον φρέαρ· δηλαδή με τη θέση όπου αργότερα χτίστηκε το Τελεστήριο, ο ειδικός και μοναδικός ναός της Δήμητρας. Εκεί ακριβώς, κάτω από το δάπεδο του Τελεστηρίου, αποκαλύφθηκαν τα ερείπια ενός μυκηναϊκού κτίσματος, η σημασία του οποίου είναι αναμφισβήτητη για την ιστορία του ιερού της Ε. Τα ερείπια που αποκαλύφθηκαν επέτρεψαν την αποκατάσταση του σχεδίου ενός μεγάρου, που αποτελούσε τη συνηθισμένη κατοικία των ανθρώπων της εποχής. Κλεισμένο μέσα σε ισχυρό ορθογώνιο περίβολο, διαστάσεων περίπου 18 x 24 μ., είναι πολύ πιθανό πως το μέγαρο αυτό αποτελούσε κατοικία κάποιου άρχοντα από τα πανάρχαια γένη της Ε., των Ευμολπιδών ή των Κηρύκων. Ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι το μέγαρο αυτό χρησίμευε ως κατοικία είναι τα τρία μεγάλα δωμάτια στη βόρεια πλευρά του, που χτίστηκαν αργότερα και τα οποία ασφαλώς δεν θα είχαν θέση εκεί αν το κτίσμα ήταν ναός. Εφόσον, όμως, η θέση της κατοικίας των Κηρύκων, ο οίκος των Κηρύκων όπως αναφέρεται στη μεγάλη επιγραφή της λογοδοσίας των επιστατών του ελευσινιακού ιερού του έτους 329/8 π.Χ., εντοπίζεται στη βόρεια πλευρά του λόφου, Δ του σπηλαίου του Πλούτωνα, το μέγαρο πρέπει να ταυτιστεί με την κατοικία των Ευμολπιδών, οι οποίοι κατείχαν τα ανώτατα ιερατικά αξιώματα στην ελευσινιακή θρησκεία. Στον Ομηρικό Ύμνο, άλλωστε, το όνομα του Ευμόλπου συνδέεται άμεσα με τη λατρεία της Δήμητρας και τον ναό της. Ο αρχηγός των Ελευσινίων, στους πολέμους του εναντίον του Ερεχθέα, του βασιλιά της Αθήνας, είναι γιος του Ποσειδώνα, ενώ η θρακική καταγωγή του μας επιτρέπει να υποθέσουμε και τον τόπο προέλευσης της λατρείας.
Η ανέγερση του μυκηναϊκού μεγάρου ανάγεται, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, στην υστεροελλαδική ΙΙ εποχή, πιθανώς στο β’ μισό του 15ου αι. π.Χ. Με τη χρονολογία αυτή συμφωνεί και η παράδοση που διέσωσε ο Απολλόδωρος: «Εριχθονίου δε αποθανόντος ... Πανδίων εβασίλευσεν, εφ’ οις Δημήτηρ καί Διόνυσος εις την Αττικήν ήλθον».
Αρχικά η λατρεία της Δήμητρας είχε εντελώς ιδιωτική μορφή, με τον καιρό όμως καθιερώθηκε και απέκτησε ευρύτερο χαρακτήρα. Τότε το μέγαρο αφιερώθηκε αποκλειστικά στη θεά και η οικογένεια των Ευμολπιδών χρησιμοποίησε για κατοικία τα τρία μεγάλα δωμάτια που χτίστηκαν στη βόρεια πλευρά του και χρονολογούνται στην υστεροελλαδική III Β εποχή. Από τότε η ζωή του ιερού, με πυρήνα το μυκηναϊκό μέγαρο, υπήρξε συνεχής. Όταν οικοδομήθηκε το πρώτο Τελεστήριο, το μέγαρο αντικαταστάθηκε από ένα μικρό άδυτο, που εξακολούθησε και στους ιστορικούς χρόνους να ονομάζεται Μέγαρο και Ανάκτορο. Μέσα στο άδυτο φυλάσσονταν με κάθε μυστικότητα τα ιερά σύμβολα της Δήμητρας και μόνο ο ιεροφάντης είχε το δικαίωμα να μπαίνει εκεί μέσα. Το γεγονός αυτό αποτελεί επιπλέον απόδειξη για τα δικαιώματα των Ευμολπιδών στο ιερό, αφού μόνο τα μέλη αυτής της οικογένειας καταλάμβαναν το ανώτατο ιερατικό αξίωμα του ιεροφάντη, ενώ ενισχύει την άποψη ότι η λατρεία της θεάς άρχισε από την κατοικία τους.
Το μυκηναϊκό μέγαρο και τα δωμάτια της νέας κατοικίας φαίνεται ότι διατηρήθηκαν σε όλους τους γεωμετρικούς χρόνους, έως τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Μόνο ο ορθογώνιος περίβολος είχε κατεδαφιστεί και στη θέση του χτίστηκε ο καμπύλος τοίχος που σώζεται μέχρι σήμερα. Αυτός χρησίμευε ως ανάλημμα του ευρύτερου ανδήρου που δημιουργήθηκε μπροστά από το μέγαρο.
Η πρώτη, επίσημη κατά έναν τρόπο, καθιέρωση της λατρείας της Δήμητρας και πιθανόν ο πανελλήνιος χαρακτήρας των ελευσινιακών μυστηρίων θα πρέπει να τοποθετηθούν περίπου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Τότε οικοδομήθηκε στα Α του καμπύλου τοίχου ένας νέος ισχυρότατος αναλημματικός τοίχος μιας ευρύτερης αυλής. Από τον ναό, η οικοδόμηση του οποίου πρέπει να ήταν σύγχρονη με την κατασκευή της αυλής, δεν διασώθηκε κανένα ίχνος. Οπωσδήποτε, όμως, την εποχή αυτή το μυκηναϊκό μέγαρο και τα παραπλεύρως δωμάτια της κατοικίας θα πρέπει να είχαν κατεδαφιστεί και στη θέση τους να χτίστηκε ένας μικρός ναός με ελαφριά ξύλινη ή πλίθινη κατασκευή, μέσα στον οποίο θα φυλάσσονταν τα ιερά. Ο χρόνος οικοδόμησης του ναού και γενικά της κατασκευής της νέας μεγάλης αυλής συμπίπτει με την 5η Ολυμπιάδα (760 π.Χ.) και πρέπει να συσχετιστεί με την επίσημη ανακαίνιση του ιερού. Η ανακαίνιση αυτή έγινε σύμφωνα με τις υποδείξεις του δελφικού χρησμού, για να εξευμενιστεί η θεά και να τερματιστεί ο μεγάλος λιμός, που, όπως αναφέρει η παράδοση, ερήμωσε την Ελλάδα. Από την εποχή εκείνη το ιερό απομονώθηκε από την πόλη με την ανέγερση μεγάλου περιβόλου, μέσα στον οποίο περιελήφθη και το Πλουτώνειο, δηλαδή το ιερό σπήλαιο απ’ όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, οδήγησε ο Πλούτων την Περσεφόνη στα έγκατα του Άδη.
Ωστόσο, η μεγάλη ανάπτυξη του ιερού και η ανέγερση του πρώτου μεγαλοπρεπούς Τελεστηρίου, τα ερείπια του οποίου έχουν διασωθεί, ανάγεται στην εποχή του Σόλωνα, γύρω στα 600 π.Χ., περίοδο κατά την οποία η Ε. συνενώθηκε οριστικά με το κράτος της Αθήνας και γράφτηκε, όπως γενικά πιστεύεται σήμερα, ο Ομηρικός Ύμνος. Τότε οικοδομήθηκε ο νέος ευρύτερος περίβολος γύρω από το ιερό, ο οποίος στα χρόνια του Πεισίστρατου αντικαταστάθηκε από ισχυρότατο τείχος που περιέβαλε και την πόλη, εξυπηρετώντας πλέον τους πολιτικούς σκοπούς της Αθήνας· με το οχυρό αυτό οι Αθηναίοι διασφάλιζαν τα δυτικά όρια της χώρας τους και παράλληλα τον έλεγχο των μεγάλων οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στην Πελοπόννησο και στη Βόρεια Ελλάδα. Από την εποχή εκείνη η ιστορία της Ε. άρχισε να ταυτίζεται με αυτήν της Αθήνας, καθώς η πόλη αποτέλεσε έναν μεγάλο δήμο της Αθήνας και η λατρεία της Δήμητρας καθιερώθηκε από τότε ως επίσημη θρησκευτική γιορτή του κράτους. Μόνο η διοίκηση του ιερού και τα θρησκευτικά αξιώματα εξακολουθούσαν να ασκούνται από τα δύο μεγάλα γένη της Ε., τους Ευμολπίδες και τους Κήρυκες. Συγχρόνως με την ανέγερση του νέου περιβόλου οικοδομήθηκε και νέος ναός-Τελεστήριο, διπλάσιου μεγέθους από τον προηγούμενο. Στον ναό αυτό υπήρχε μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα με καθίσματα σαν αυτά του θεάτρου, απ’ όπου οι μύστες παρακολουθούσαν τα τελούμενα μυστήρια. Το τυπικό αυτό σχέδιο του Τελεστηρίου διατηρήθηκε στη συνέχεια, στη διάρκεια των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Παράλληλα, και ο χώρος του ιερού εξακολούθησε να μεγαλώνει συνεχώς και έφτασε στις μεγαλύτερές του διαστάσεις περίπου στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Συγχρόνως, τα όρια της πόλης επεκτάθηκαν προς τα Δ, σχεδόν έως τον δυτικό λόφο.
Η ακριβής έκταση της πόλης προσδιορίστηκε με τις ανασκαφές του 1932, ενώ μια επιγραφή των μέσων του 4ου αι. π.Χ., που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές και περιλαμβάνει αναφορά για τις πύλες της Ε., συνέβαλε στην ταύτισή τους. Ο ιερός χώρος, αν και αποτελούσε συνέχεια της πόλης, καθώς βρισκόταν εντός του εξωτερικού περιβόλου, από τα πανάρχαια αυτά χρόνια διαχωριζόταν από την πόλη με ένα δευτερεύον τείχος, το διατείχισμα. Στο ιερό διακρίνονταν δύο μέρη: το καθαυτό ιερό, που περιέκλειε την ιερή αυλή στο μέσο της οποίας κυριαρχούσε το Τελεστήριο, και ο βοηθητικός χώρος, όπου βρίσκονταν οι κατοικίες των ιερέων και τα κτίρια της διοίκησης. Τα δύο αυτά μέρη επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ένα πρόπυλο, στη θέση του οποίου χτίστηκαν στους ρωμαϊκούς χρόνους τα Μικρά Προπύλαια, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται, για να διακρίνονται από τα Μεγάλα Προπύλαια, δηλαδή την κύρια είσοδο του ιερού στον εξωτερικό περίβολο.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη επεκτάθηκε και έξω από την περιοχή των αρχαίων τειχών, όπου οικοδομήθηκαν μεγαλοπρεπή λουτρά, δεξαμενές, κρήνες και άλλα δημόσια κτίρια για την εξυπηρέτηση του μεγάλου πλήθους των μυστών που έφταναν εκεί για τη γιορτή των μυστηρίων. Εκείνο όμως που φρόντισαν ιδιαίτερα ήταν ο καλλωπισμός του ιερού, με την ανοικοδόμηση των παλαιών ναών και των άλλων οικοδομημάτων με νέα μνημειώδη κτίρια από λευκό μάρμαρο. Το γύψινο πρόπλασμα που βρίσκεται στο μουσείο της Ε. αποδίδει τη λαμπρή εικόνα που παρουσίαζε το ιερό στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.
Ο Ρωμαίος ευπατρίδης Άππιος Κλαύδιος Πούλχρος έχτισε τα Μικρά Προπύλαια, ενώ οι αυτοκράτορες Αντωνίνος Πίος και Μάρκος Αυρήλιος ανοικοδόμησαν το Τελεστήριο και το Βουλευτήριο και έχτισαν τα Μεγάλα Προπύλαια. Μπροστά από τα Προπύλαια, που αποτελούσαν πιστά αντίγραφα των Προπυλαίωντης Ακρόπολης της Αθήνας, κατασκευάστηκε η μεγάλη πλακόστρωτη αυλή με τον ναό της Άρτεμης, την κρήνη και τις δύο αψίδες, στο σημείο όπου κατέληγαν δύο σημαντικές οδοί, με αφετηρία η μία από τη θάλασσα και η άλλη από τα Μέγαρα. Εκεί κατέληγε επίσης η περίφημη Ιερά οδός, την οποία είχε επισκευάσει παλαιότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός. Την ίδια περίοδο ο Αδριανός κατασκεύασε και την τετράτοξη λίθινη γέφυρα που σώζεται έως σήμερα σε άριστη κατάσταση, στον Eλευσινιακό Κηφισό.
Έξω από το ιερό και την πόλη υπήρχαν και άλλα σπουδαία ιερά και ναοί, καθώς και στάδιο, θέατρο και ιππόδρομος για τα λεγόμενα Ελευσίνια, δηλαδή τους αγώνες που διοργανώνονταν στη διάρκεια των μυστηρίων.
Σχετικά με τα μυστήρια, είναι γνωστό πως, από την εποχή που καθιερώθηκαν ως πανελλήνια λατρεία, γιορτάζονταν δύο φορές τον χρόνο: τον μήνα Aνθεστηριώνα (σημερινό Μάρτιο) τα λεγόμενα Μικρά Μυστήρια και τον Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο) τα Μεγάλα Μυστήρια. Οι ιεροπραξίες της άνοιξης, οι οποίες χαρακτηρίζονταν κυρίως από διάφορους καθαρμούς, τελούνταν στην Αθήνα, στη θέση Άγρες κοντά στον Ιλισό, όπου υπήρχε ιερό της Δήμητρας. Θεωρούνταν προπαρασκευή για τα Μεγάλα Μυστήρια, τα οποία διαρκούσαν εννέα ημέρες, δηλαδή όσες είχε περιπλανηθεί η Δήμητρα αναζητώντας την Περσεφόνη. Την πρώτη ημέρα, στις 14 Βοηδρομιώνα, μετέφεραν τα μυστικά ιερά της Δήμητρας από το άδυτο του Τελεστηρίου στην Αθήνα και τα τοποθετούσαν στο Ελευσίνιο, το ιερό της Δήμητρας κάτω από την Ακρόπολη. Την επομένη, στην Αγορά της Αθήνας, μπροστά από την περίφημη Ποικίλη Στοά, ο ιεροφάντης και ο κήρυκας ανήγγελλαν την έναρξη της γιορτής. Η 16η, η 17η και η 18η ημέρα ήταν αφιερωμένες σε διάφορες θυσίες και εξαγνισμούς. Το λαμπρότερο μέρος του εορτασμού αποτελούσε η 19η ημέρα, η οποία περιλάμβανε και την επιστροφή στην Ε. Ο ιεροφάντης έπαιρνε πάλι τα ιερά από το Ελευσίνιο και με το άγαλμα του Ίακχου επικεφαλής ξεκινούσε νωρίς το πρωί η πορεία της πομπής, που από την Ιερά οδό, μήκους 22 χλμ., έφτανε στην Ε. μετά τη δύση του ήλιου. Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στη μεγάλη θυσία στη Δήμητρα και στους άλλους ελευσίνιους θεούς. Τις δύο τελευταίες νύχτες, της 21ης και 22ης Βοηδρομιώνα, τελούσαν μέσα στο Τελεστήριο το σπουδαιότερο μέρος της γιορτής: τις μυστικές τελετές, το απόρρητο των μυστηρίων, για τα οποία σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό, αφού κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν τόλμησε να γράψει γι’ αυτά. Γενικά γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια των μυστικών τελετών γινόταν κάποια πράξη, τα δρώμενα, ότι λέγονταν μυστικές φράσεις, τα λεγόμενα, και ότι δείχνονταν τα ιερά, τα δεικνύμενα. Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς πληροφορούν, επίσης, ότι οι μύστες έπρεπε να συμμετέχουν στα Μεγάλα Μυστήρια ξανά έναν χρόνο μετά τη μύησή τους, ώστε να γίνουν επόπτες, δηλαδή να αποκτήσουν τον ανώτερο βαθμό της μύησης.
Χριστιανική Ε. Από την παλαιοχριστιανική Ε. σώζονται τα ερείπια σημαντικής βασιλικής του 5ου αι. μ.Χ., ΒΑ της αυλής του αρχαίου ιερού, στη σημερινή πλατεία. Πάνω στο ιερό βήμα είχε χτιστεί ένα εκκλησάκι του Αγίου Ζαχαρία, το οποίο είναι τρίκλιτο, με νάρθηκα και εξωνάρθηκα και με τετράγωνο βαπτιστήριο (μικρασιατικού τύπου), που περιβάλλεται από διαδρόμους και συνδέεται με το αποδυτήριο και το φωτιστήριο. Η βασιλική αυτή ξεχωρίζει αφενός γιατί χάρη στα πλατιά πλάγια κλίτη το σχήμα της κάτοψής της πλησιάζει στο τετράγωνο, αφετέρου επειδή τόσο για τις κολόνες που χωρίζουν τα κλίτη όσο και για τη δομή των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί το αρχαίο υλικό από τα γειτονικά ερείπια του ιερού. Από το δάπεδό της προέρχεται το περίφημο ανάγλυφο που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και εικονίζει τη Δήμητρα, τον Τριπτόλεμο και την Περσεφόνη. Αποτελούσε μέρος της πλακόστρωσης του νάρθηκα με το ανάγλυφο στραμμένο προς τα κάτω, γεγονός στο οποίο οφείλεται η άριστη διατήρησή του.
Μαρμάρινο άγαλμα που εικονίζει τον Αντίνοο, ευνοούμενο του αυτοκράτορα Αδριανού (2ος αι. μ.Χ.), το οποίο φυλάσσεται στο του Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελευσίνας, ένα μουσείου που κατασκευάστηκε το 1989 προκειμένου να στεγάσει τα ευρήματα των ανασκαφών της Ελευσίνας, η επανέκθεση των οποίων έγινε το 2000 (φωτ. ΑΠΕ).
Ανάγλυφο που βρέθηκε στις ανασκαφές της Ελευσίνας και εικονίζει τη Δήμητρα και την Περσεφόνη.
Αναπαράσταση του εσωτερικού του Τελεστηρίου, που ονομαζόταν Ανάκτορο ή Μέγαρο· σε αυτό φυλάσσονταν τα ιερά σύμβολα της Δήμητρας. Μπροστά στην είσοδο του ανακτόρου βρισκόταν ο θρόνος του Ιεροφάντη.
Πρόπλασμα του ιερού με το Τελεστήριο, τον ειδικό ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου τελούνταν τα μυστήρια (αναπαράσταση I. Τραυλού, εκτέλεση Χρ. Μαμμέλη).
Πρόπλασμα του ιερού του βορρά: στη μεγάλη πλακόστρωτη αυλή κατέληγε η Ιερά οδός και βρίσκονταν τα Μεγάλα Προπύλαια (Αναπαράσταση I. Τραυλού, εκτέλεση Χρ. Μαμμέλη).
Το «Καλλίχορον φρέαρ», το ιερό πηγάδι του ναού της Ελευσίνας, όπως σώζεται σήμερα. Το πηγάδι αυτό βρίσκεται μπροστά στο κυρίως ιερό.
Άποψη, από τον νότο, της δυτικής πλευράς του σηκού του Τελεστηρίου της Ελευσίνας.
Γέφυρα της Ιεράς οδού πάνω στον ελευσινιακό Κηφισό, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου ΒΑ του ιερού, έργο του αυτοκράτορα Αδριανού (124-125 μ.Χ.).
Τμήμα του θριγκού των Μικρών Προπυλαίων στην Ελευσίνα, με τη λατινική επιγραφή του δωρητή Άππιου Κλαύδιου Πούλχρου.
Κορινθιακό κιονόκρανο από τη βόρεια πλευρά της εισόδου των Μικρών Προπυλαίων του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα.
H πλακόστρωτη ρωμαϊκή αυλή και τα Μεγάλα Προπύλαια αποτελούσαν την κύρια είσοδο του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Στη βάση του λόφου της Ακρόπολης βρίσκεται το σπήλαιο από το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός Πλούτωνας οδήγησε την Περσεφόνη στα έγκατα του Άδη.
Η αρχαία πόλη της Ελευσίνας υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα του αρχαίου κόσμου για το ιερό της Δήμητρας και τα τελούμενα σε αυτό μυστήριά της. Τα ερείπια του ιερού διατηρούνται έως σήμερα σε καλή κατάσταση.
Η πλήρης αποκάλυψη του ιερού της Δήμητρας είναι έργο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν, εκτός από το ιερό, και μεγάλη έκταση γύρω από αυτό, φέρνοντας στο φως και πλήθος κινητά ευρήματα, αγγεία, γλυπτά σχετικά με τη λατρεία και πάρα πολλές επιγραφές με σπουδαιότατες πληροφορίες για το ιερό.
Άποψη του λιμανιού της Ελευσίνας.
Η Ελευσίνα αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό κέντρο σε μία περιοχή με πυκνές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και λιμάνι βοηθητικό του Πειραιά. 2
Dictionary of Greek. 2013.